μοσχοβίτικος

μοσχοβίτικος
η , ο , μοσχοβίτικός, ή , ό[ν] московский, относящийся к Москве

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μοσχοβίτικος" в других словарях:

  • μοσχοβίτικος — η, ο και μοσχοβιτικός, ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μοσχοβίτες ή αυτός που προέρχεται από τη Μόσχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχοβίτης. Ο τ. μοσχοβιτικός μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • γρανίτης — Όξινο εκρηξιγενές πέτρωμα. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι οι αλκαλιούχοι άστριοι (ορθόκλαστο ή μικροκλινής συνήθως), ο χαλαζίας, με συμμετοχή μικρότερης ποσότητας μαρμαρυγία (μοσχοβίτη ή βιοτίτη ή και των δύο μαζί), αμφίβολοι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»